γαριδάκι

γαριδάκι
το
1. μικρή γαρίδα
2. κοινή ονομασία τού γένους Αμφίποδα Καρκινοειδή
3. παιδική λιχουδιά με γεύση γαρίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καριδάριον — καριδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) μικρή γαρίδα, γαριδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • γάμμαρος — (gammarus). Αμφίποδο καρκινοειδές, κύριος εκπρόσωπος της οικογένειας των γαμμαριδών. Αριθμεί περίπου 300 είδη. Ο γ. έχει μακριές κεραίες και μέτρια σε μέγεθος μάτια. Τα δύο τελευταία θωρακικά του πόδια είναι πιο ανεπτυγμένα από τα άλλα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”